φωναγγειογραφία

φωναγγειογραφία
η, Ν
ιατρ. καταγραφή τών ήχων τών αιμοφόρων αγγείων με τη βοήθεια ειδικού μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + αγγειογραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωναγγειογράφημα — το, Ν [φωναγγειογραφία] ιατρ. το διάγραμμα που λαμβάνεται με φωναγγειογραφία …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”